-
1 τιράντες
οι подтяжки -
2 τιράντες
[тиранах] ουσ. θ. κληθ. подтяжки.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τιράντες
-
3 τιράντες
[тиранах] ουσ θ πληθ подтяжки. -
4 подтяжки
-
5 сарафан
-
6 подтяжки
подтяжкимн. (ед. подтяжка ж) о! τιράντες. -
7 растягивать
растягиватьнесов1. (вытягивать) τεντώνω, τσιτώνω, τανύω:\растягивать сыру́ю кожу τεντώνω τό ἀκατέργαστο δέρμα· \растягивать о́бувь (узкую) ἀνοίγω τά παπούτσια·2. (лишать упругости) χαλαρώνω:\растягивать подтяжки χαλαρώνω τίς τιράντες·3. (расстилать) ἀπλώνω:\растягивать копер по полу ἀπλώνω τό χαλί στό πάτωμα4. (повреждать) στραγγουλίζω, στρομπουλίζω:\растягивать связки στραοποολίζω (или παθαίνω) διάστρεμμα·5. (продлевать) παρατείνω/ παραμακραί-νω, παρατραβώ (слишком сильно):\растягивать работу на месяц παρατείνω τήν ἐργασία ἐπί ἕνα μήνα· \растягивать доклад παραμακραίνω τήν εἰσήγηση· \растягивать удовольствие παρατείνω τήν ἀπόλαυση· ◊ \растягивать слова (ό)μιλώ σέρνοντας τίς λέξεις· \растягивать фронт ἀπλώνω πολύ τό μέτωπο. -
8 braces
noun plural ((American suspenders) straps over the shoulders for holding up the trousers.) τιράντες -
9 suspenders
1) (a pair, or set, of elastic straps for holding up socks or stockings.) ζαρτιέρες, καλτσοδέτες2) ((American) braces for holding up trousers.) τιράντες -
10 бретели
-ей πλθ. (ενκ. -ль, -и θ.)οι τιράντες. -
11 подтяжка
-и θ.1. σφίξη, σφίξιμο• τέντωμα.2. πλθ. -жки, -жек τιράντες παντελοιού. -
12 шитый
επ. από μτχ.1. κεντητός, -μένος.2. ραμμένος (όχι ολόκληρος)•-ые ремни ραμμένες τιράντες.
См. также в других словарях:
διάπηγμα — το (Α διάπηγμα) [διαπηγνύω] 1. στοιχείο σύνδεσης δύο τμημάτων για την ενίσχυση τής αντοχής τους ή τη διατήρηση σταθερής απόστασης μεταξύ τους (π.χ. τα σασί τών οχημάτων) 2. κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που συνδέει σταυρωτά άλλα κομμάτια (αμφιδέτης,… … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
πανταλόνι — και παντελόνι, το ένδυμα που περιβάλλει το κάτω μέρος τού κορμού, και χωριστά το καθένα από τα σκέλη, και σταθεροποιείται στη μέση με ζώνη ή με τιράντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pantaloni < γαλλ. pantalon < Pantalon < Pantalone, όνομα ήρωα… … Dictionary of Greek
τιράντα — και ράντα, η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι τιράντες α) λωρίδες από ελαστικό, συνήθως, ύφασμα που περνούν πάνω από τους ώμους και συγκρατούν το παντελόνι β) λωρίδες από ύφασμα που ενώνουν το μπροστινό με το πίσω μέρος γυναικείων, συνήθως, ενδυμάτων και … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek